- αγκαθιάζω
- αμετ. зарастать колючими сорняками
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκαθιάζω — 1. (για αγρούς) γεμίζω αγκάθια 2. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι 3. περιφράσσω προστατευτικά με αγκαθερά φυτά, λ.χ. έναν κήπο 4. παρατηρώ, ερευνώ με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι. ΠΑΡ. αγκάθιασμα, αγκαθιασμένος, αγκαθιαστός] … Dictionary of Greek
αγκαθιάζω — αγκάθιασα, αγκαθιασμένος 1. μτβ. (σπν.), κεντώ με αγκάθι. 2. αμτβ., γεμίζω αγκάθια: Τα χωράφια έμειναν ακαλλιέργητα κι αγκάθιασαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αγκάθιασμα — το [αγκαθιάζω] 1. τσίμπημα με αγκάθι 2. προσεκτική παρατήρηση … Dictionary of Greek
αγκαθιαστός — ή, ό [αγκαθιάζω] ο γεμάτος αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός … Dictionary of Greek